ἂν
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἂν
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Σύνδεσμος
Τυπολογία
ἄν σύνδ. κοιν. καί ’Απουλ. Καλαβρ. Καππ. Πόντ.(Κερασ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ. ἀ.) Τσακων. ἀ κοιν. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ) Τσακων.
Ετυμολογία
Ὁ ἀρχ. σύνδ. ἄν. Ὁ τύπ. ἀ πρὸ πολλῶν συμφώνων.Ὁ τύπ.οὗτος καὶ μεσν. Πβ. Μαχαιρ. (ἔκδ. RDawkins)1,280«ἂ δὲν εἶναι». Περὶ τοῦ ἀν ἐν τῇ νεωτέρα Ἑλληνικῇ ἰδ. ΣΨάλτην ἐν Λεξικογρ. ᾿Αρχ. 5 (1918/20)4057, ΑΤζαρτζάν. Νεοελλην. σύντ. 253 καὶ Ἄνθ Παπαδόπ. ἐν Ἀθηνᾷ 45 (1933) 29 κἑξ.
Σημασιολογία
Ὑποθετικὸς σύνδεσμος, διὰ τοῦ ὁποίου εἰσάγονται προτάσεις 1) Ὑποθετικαὶ μη σημαίνουσαι ἁπλῆν ὑπόθεσιν κοιν. καὶ ’Απουλ. Πόντ. (Κερασ. ᾿’Οφ. Τραπ. Χαλδ. κ. ἀ.)Τσακων.: Ἄν τό ᾽πε, δὲ χάλασε ὁ κόσμος. Ἄν ἤθελε, τό ἔκανε. Ἄν θές ἐσύ, ὅλα γίνονται κοιν. Ἄ δὲν ἐπενάκαϊ, εἶνι ζοῦντε ἀκόμη (ἂν δὲν ἀπέθαναν, ζοῦν ἀκόμη) Τσακων. Παροιμ φρ. Ἄ θές νὰ δῇς τὴ gόρη, τὴ μάννα θώρει(ἀπὸ τὴν μητέρα ἠμπορεῖ κἀνεὶς νὰ κρίνῃ τὴν ἀξίαν τῆςκόρης) Κρήτ. β) Ὑποθετικαὶ δηλοῦσαι τὸ προσδοκώμενον κοιν.: Ἄ δὲν σὲ ἰδῇ, δὲν θὰ εὐχαριστηθῇ. Ἄν κάμῃς αὐτὸ τὸ πρᾶγμα, θὰ φάς ξύλο. Ἄν εἶναι καλὸς ὁ καιρός, θὰ πάω ‘ς τὴν ἀγορά. γ) Ὑποθετικαὶ δηλοῦσαι τὸ ἀορίστως ἐπαναλαμβανόμενον σύνηθ.: Ἄν δὲ φουσκώσῃ ἡ θάλασσα, ὁ βράχος δὲν ἀφρίζει. δ) Ὕποθετικαὶ δηλοῦσαι ἤ τὸ δυνατὸν γενέσθαι ἐν τῷ μέλλοντι ἢ τὸ ἀπραγματοποίητον ἐν τῷ παρελθόντι, ὅτε ἡ μὲν ὑπόθεσις εἰσάγεται διὰ τοῦ ἂν μετὰ παρατατικοῦ, ἡ δὲ ἀπόδοσις διὰ τοῦ θά μετὰ παρατατικοῦ κοιν. καὶ Πόντ (Κερασ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ κ. ἀ.): Ἄν ἓρχόσουν σήμερα τὸ βράδυ, θά σοῦ ἔλεγα κἄτι ποῦ θὰ σ’ εὐχαριστοῦσε. Ἄν εἶχα χρήματα, Θα σοῦ ἔδινα. Ἄν μποροῦσα, θὰ τὸ ἔκανα. Ἄν δὲν ἦσουν κοντὰ νὰ μὲ τραυίξῃς, θἀ σκοτωνόμουνα κοιν. ᾽᾿Αν ἤτανε νά ’ναι πέτρες ἀποκάτω, θὰ σκοτωνότανε Κύθν. Ἄν ἔρχουτον, θ’ ἔλεπαμ’ ἀτον (ἂν ἤρχετο, θὰ τὸν ἐβλέπομεν) ᾽’Οφ. ε) ᾿Εκ τῶν ὑποθετικῶν τῆς κατηγορίας δ κατ᾿ ἔλλειψιν τῆς ἀποδόσεως προῆλθεν ἡ χρῆσις τοῦ ἂν μετὰ παρατατικοῦ πρὸς δήλωσιν εὐχῆς σύνηθ.: Ὤ, ἀν ἐρχόταν ! ἢ Ὤ, κιˬ ἂν ἐρχόταν! (ἐνν. πόσον θὰ ἦτο ὡραῖα!). Ὤ, κιˬ ἂν μοῦ ἔπεφτε τὸ λαχεῖον ! (εἴθε νὰ μοῦ ἔπιπτε τὁ λαχεῖον !).Πβ. Ὁμ. Ρ 561 «εἰ γὰρ ’Αθήνη δοίη κάρτος ἐμοί!» 2) Παραχωρητικαί μετὰ τοῦ καὶ προτασσομένου τοῦ ἄν κοιν.: Καὶ ἂν ὁρκιστᾗ, νὰ μὴν τὸν πιστέψῃς. Καὶ ἂν σὲ χτυπήσῃ, πάλιν νὰ μὴν τὸν κακολογήσῃς. Καὶ ἂν τὸνδῇς, νὰ μὴν τὸ πῇς σὲ κἀνένα κοιν. Γνωμ. Ἥ ὀρφανὴ δὲ χαίρεται, χίλιˬα κιˬ ἂν βασιλέψῃ Μεγίστ. Παρὰχωρητικαἱ μετὰ τοῦ καὶ ἑπιτασσομένου τῷ ἀν κοιν.: Ἄν καὶ εἶναι μεγάλος, καταδέχεται καὶ χαιρετᾷ τὸν κόσμο (μεγάλος= κατέχων ὑψηλὴν κοινωνικὴν θέσιν). Ἄν καὶ πλούσιος, δὲ δίνει μιὰ πεντάρα ’ς τοὺς φτωχοὔς κοιν. Αὐτὸς ἤφαε ἐλεριˬά σήμερο, ἂν εἶναι καὶ Τετράδη (ἐλεριˬὰ : πασχαλινὸν φαγητὸν) Κρήτ. (Βιάνν. ). 3) ᾽Αοριστολογικαί προτασσομένης ἀναφορικῆς ἀντωνυμίας μετὰ τοῦ καὶ κοιν.: Ὅ,τι καὶ ἂν πῇ, νὰ μὴν τὸν πιστέψῃς. Ὅπου κι ἂν πάῃ, θὰ λέῃ ἀνοησίες. Ὅπο͜ιος κι ἂν εἶναι, νὰ μὴν τὸν ἀφήσῃς νὰ μπῇ. 4) ᾿Απορηματικαί κοιν.: Σὲ ρωτῶ ἄν τὀ ᾿καμες καὶ σὺ δὲν ἀπαντᾷς. Δὲν ξέρω ἂν εἶναι ἀλήθε͜ια ἣ ὄχι. ᾿Αμφιβάλλω ἂν τὸ εἶπε. Τί ρωτᾷς, ἀν ἔρθῃ κι ἄν δὲν ἔρθῃ; διˬάφορο δὲν ἔχεις. Πβ. ἄμα Β2, ἄμποτε 1, ἀνέν, ἀνίσως.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA