ἀναβόλι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναβόλι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀναβόλι τό, Α.Ρουμελ. (Σωζόπ.) Βάρν. Βιθυν. Θρᾴκ. Κάρπ. Κρήτ.-Λεξ. Πρω. Δημητρ. ἀναβό’ Θρᾴκ. (᾿Αδριανούπ.) ἀναόλι Κάρπ. ἀναούλι Κάρπ. ἀνεβόλι Θρᾴκ. (Σηλυβρ. Τσανδ.) Α.Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεσν. οὐσ ἀναβόλιον. Περὶ τῆς λ. ἰδ. ΣΨάλτην ἐν ᾿Αθηνᾷ 29 (1917) Λεξικογρ. Ἀρχ. 22 κἑξ.
Σημασιολογία
1) Ὑφασμα προσφερόμενον ὡς δῶρον ὑπὸ τοῦ ἀναδόχου πρὸς τὸν βαπτιζόμενον Θρᾴκ.(Σηλυβρ. Τσανδ.). Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀναβόλα͜ιο. β) Ὑφασμα προσφερόμενον ὡς δῶρον ὑπὸ τοῦ παρανύμφου πρὸς τοὺς νυμφευομένους καὶ κατὰ τὴν ὥραν τῆς στέψεως ριπτόμενον ἐπὶ τῆς κεφαλῆς τῶν νεονύμφων Βιθυν. -Λεξ. Πρω. Δημητρ. Τ' ἀναβόλι πὄρριξε ὁ κουμπάρος της, το’ ᾿καμε φουστάνι Βιθυν. Πβ. ἀναβολάδι, ἀναβολὴ 6. 2).᾿Εντάφιον σάβανον Βάρν. Θρᾴκ.. (᾿Αδριανούπ. κ. ἀ.) Κάρπ. Α.Κρήτ : ᾽Εξεψύχησε καὶ βάλα dου τ᾿ ἀνεβόλι Α.Κρἠτ. Συνών. σάβανο, λαζάρι. β) Λωρὶς λευκοῦ παννίου ὡς ἐπιτραχήλιον περιβάλλουσα τὸν νεκρὸν Α.Ρουμελ. (Σωζόπ) Θρᾴκ. (᾽Αδριανούπ.): ᾎσμ. Νὰ κάνω καὶ γιˬὰ λόγου μου σάβανο κιˬ ἀναβόλι Σωζόπ. 3) Μικρὸν προσκεφάλαιον πληρούμενον χωματος ἢ ἀνθέων καὶ τιθέμενον ἐπὶ τῶν ἐσταυρωμένων χειρῶν τοῦ νεκροῦ, ἐπὶ τοῦ ὁποίου θέτουν τὴν εἰκόνα, κατὰ δὲ τὴν ταφὴν τιθέμενον ὧς προσκεφάλαιον τοῦ νεκροῦ Α.Κρήτ Φρ. Μὰ τ’ ἀνεβόλι σου! (ὅρκος. Πβ. φρ.νὰ σὲ νεκροφιλήσω!) Διˬάλε, τ᾽ ἀνεβόλι ποῦ δὰ σοῦ θέσουνε! (ἀρά).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA