ἀναγκαλεˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναγκαλεˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναγκαλεˬάζω ἀμάρτ. ἀνεγκαλεˬάζω Μύκ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. ἀγκαλεˬάζω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Βλαχ.

Σημασιολογία

Κρατῶ εἰς τὴν ἀγκάλην, ἐναγκαλίζομαι: Τό ’χω ἀνεγκαλεˬασμένο τὸ παιδί.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/