ἀναγλίτσιˬα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναγλίτσιˬα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀναγλίτσιˬα ἡ, Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.) ἀναγλίτσα Ζάκ -ΜΜινώτ. Ζακυθν. ἁγριολούλ. 68.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀναγλιτσιˬάζω ὑποχωρητικῶς.
Σημασιολογία
Λάσπη ὀλισθηρὰ ἔνθ᾽ ἀν.: ’Κείνη ἡ ψιχάλα ἡ ἀδιάκοπη καί σιγανὴ κάνει μιˬὰν ἀναγλίτσα ’ς τοὺς δρόμους ποῦ ᾽ναι φόβος τρόμος ΜΜινώτ ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA