ἀνασακκιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνασακκιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνασακκιˬάζω Κύθηρ. κ. ἀ.-Λεξ. Δημητρ. ἀνεσακκιˬάζω Χίος Μέσ. ἀνεσακκιˬάζομαι Θήρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. σακκιˬάζω.
Σημασιολογία
1) Ὑπανεγείρων τὸν γεμιζόμενον σάκκον σείω αὐτὸν ἢ κτυπῶ ἐπὶ τοῦ ἐδάφους διὰ νὰ συμπιεσδῇ τὸ περιεχόμενον καὶ οὕτω δεχθῇ οὗτος περισσοτέραν ποσότητα ἔνθ ἀν.: Ἀνασακκιˬάστηκαν καλὰ τὰ κάρβουνα Λεξ. Δημητρ. Συνών. ἀνακαθίζω Α 2, ἀνασακκίζω 2, ἀντισακκιˬάζω, σακκιˬάζω, σηκωχτυπω 2) Μέσ. ἀπλώνομαι, ἐξαπλοῦμαι ὡς σακκος Θήρ. :Ἠανεσακκιˬάστηκα ἀπάνω ᾿ς τὸ σούστινο καναπὲ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA