ἀνασιˬάξιμο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνασιˬάξιμο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀνασιˬάξιμο τό, ἀμάρτ. ἀνασάξιμο Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ οὐσ. σιˬάξιμο.
Σημασιολογία
Ἐπιδιόρθωσις, ἐπισκευή: Ἀνασιˬάξιμο κήπου-ρούχου-σκεπῆς-σπιτιοῦ κττ. Συνών. ἀνάσιˬασμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA