ἀναφωναρίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναφωναρίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναφωναρίζω Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀναφωνάρι.
Σημασιολογία
Ἀναφωνῶ, ἀναβοῶ: Μεγάλοι καὶ μικροὶ ἀναφωναρίζανε.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA