ἀναχάρασμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναχάρασμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀναχάρασμα τό, ἀναχάραγμα Λεξ. Αἰν. Πρω Δημητρ. ἀναχάραμα Κρήτ. Πελοπν. (Κλουτσινοχ. Μεσσ. Φεν.) ἀναχάρασμα κοιν. ἀνεχάρασμα Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ἀνεχάραμα Α.Κρήτ. Θήρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀναχαράζω.
Σημασιολογία
1) ᾿Αναμάσησις τῆς τροφῆς, μηρυκασμὸς κοιν.: Τὸ ἀναχάρασμα τῆς προβατινας-τοῦ γιδιˬοῦ κοιν. Τόσ’ ἀνεχάραμα θωρῶ καί κάνουν dὰ βούγιˬα Α.Κρήτ. Στοιχηματίζω πῶς ἀκούει γιˬὰ ὄνειρά του τὸ άναχάρασμα τῶν γιδιˬῶν ποῦ βρίσκονται πλαγιˬασμένα τριγύρω του ΑΠαπαδιαμ. Τὰ ρόδιν. ἀκρογιαλ. 61. Συνων. ἀναμάσημα 1. 2) Κατὰ πληθ. ἀνεχαράματα, χαραυγὴ Θήρ. Συνών. ἀνατολὴ 1β, αὐγή, χάραμα, χαραυγὴ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA