ἀνεμοδούρι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνεμοδούρι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀνεμοδούρι τό, Κέρκ.Κεφαλλ. Νίσυρ. Παξ.-Λεξ. Πρω. ἀνεμοούρι Κάρπ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ μεσν. οὐσ. άνεμοδούριον. Πβ. ΝΠολίτ. Παροιμ. 4,265.

Σημασιολογία

1) Ἀνεμοδούρα 1, ὃ ἰδ., Κέρκ. Παξ.: Φρ. Γυρίζει σὰν τ’ ἀνεμοδούρι (ἐπὶ τοῦ ἀεικινήτου ἢ τοῦ δραστηρίου) Παξ. 2) ᾿Ανεμοστρόβιλος Κάρπ.-Λεξ. Πρω. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀνεμικὸς Β 2. 3) ᾿Επιθετικ., τὸ ὑπὸ τοῦ ἀνέμου προσβαλλόμενον Νισυρ.: Χωράφιˬα ἀνεμοδούριˬα. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Ἀνεμοδούρι Ζακ ’Ιθάκ. Κεφαλλ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Μεγαλόπ.) Ἀνιμουδούρ᾿ Λῆμν. Ἀνεμοούριˬα τά, Κάρπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/