ἀνεμοκυκλίζω (Ι)
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνεμοκυκλίζω (Ι)
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνεμοκυκλίζω (Ι) Ναξ (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀνέμη καὶ τοῦ ρ. κυκλίζω.
Σημασιολογία
Περιστρέφων τὴν ἀνέμην ἐκτυλίσσω τὸ ἐπ’ αὐτῆς νῆμα μεταφέρων αὐτὸ εἰς τὰ καλάμια ἢ τὰ μασούρια: Πᾶμε ν’ ἀνεμοκυκλίσωμε’ς τὴν ἀνέμη τὸ λινάρι-τὸ μαλλὶ κττ., Ἀνεμοκύκλισε τὸ φάδι. Ἀνεμοκυκλισμένο τό ’χομε τό φάδι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA