ἀνθρωπινὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνθρωπινὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀνθρωπινὰ ἐπίρρ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ.) ἀθρωπινὰ πολλαχ. ἀθρωπ’νὰ Θρᾴκ. ἀθρώπινα Θεσσ. (Καρδίτσ.)

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἐπίρρ. ἀνθρωπινά.

Σημασιολογία

1) Κατὰ τρόπον ἀνθρώπου, ὡς νὰ ἦτο ἄνθρωπος Θεσσ. (Καρδίτσ.) Θρᾴκ. κ. ἀ.: Εἶναι ἀκριβὸ αὐτὸ τὸ ἀηˬδό’, δὲ bορεῖς νὰ τ’ ἀγοράῃς σύ, γιˬατὶ ξέρει καὶ χορατεύιˬ’ ἀθρωπ’νὰ (ἐκ παραμυθ.) Θρᾴκ. || ᾎσμ. Ἀνθρωπινό ’ταν τὸ πουλλὶ κιˬ ἀνθρώπινα λαλοῦσι Καρδίτσ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Βέλθανδρ. καὶ Χρυσάντζ. στ. 1772 (ἔκδ. ΔΜαυροφρ. σ. 389) «τὸ ἕναν της χέριν ψιττακὸν ἡμερωμένον εἶχεν, | ἐλεύθερα νὰ κάθηται κι ἀνδρωπινὰ νὰ λέγῃ». 2) Ὡς ἁρμόζει εἰς ἄνθρωπον εὐγενῆ καὶ καλὸν κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. κ.ἀ.): Τοῦ μίλησε - τοῦ φέρθηκε ἀθρωπινὰ κοιν. Ὅταν τῆς προκαλοῦσαν τὸν πόνο γιὰ τὸ γέρω, μιλοῦσε ἀνθρωπινώτερα ΔΚοκκίν. Ὁ Ἀλέξης ὁ ἁμαξ. 5. Ἀνθρωπινὰ καλατεύ’ - φέρκεται (ὁμιλεῖ - συμπεριφέρεται) Κερασ. Συνών. ἀνθρωπεμένα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/