ἀντάμειψι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντάμειψι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀντάμειψι ἡ, ἀμάρτ. ἀdάμειψι Κρήτ. ἀdίμειψι Κέρκ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεταγν. οὐσ. ἀντάμειψις. Πβ. καὶ μεσν. ἀντίμεψι. Ἰδ. Ἐρωτοκρ. (ἔκδ. ΣΞανθουδ. 497).

Σημασιολογία

Ἀνταμοιβή, ἀνταπόδοσις: ᾊσμ. Τσ᾽ ἀdάμειψες ἐπήρασιν οἱ --ἄξιˬοι καὶ τὰ δόσιˬα Κρήτ. Σ᾿ ἔκαμα μεγαλύτερον παρ᾿ ἄνθρωπον κἀνένα γιˬὰ νά ’χω τἠν ἀdίμειψιν ἐτούτων ’πὸ τὰ σένα Κέρκ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/