ἀνταριˬασμὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνταριˬασμὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀνταριˬασμὸς ὁ, Ἰων. (Σμύρν.) Κωνπλ. Παξ. ἀdαριασμὸς Κρήτ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀνταριˬάζω.

Σημασιολογία

1) Ἀντάριˬασμα 1, ὃ ἰδ., Παξ. 2) Τρικυμιώδης κατάστασις Ἰων. (Σμύρν) Κωνπλ. ᾎσμ. ᾿Η θάλασσα ἀντάριασε καὶ τ’ εἶν᾿ ὁ ἀνταριˬασμός της; κἀμμιˬὰ ἀγάπη καίεται καὶ φαίνετ’ ὁ καπνός της.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/