ἄντακ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄντακ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἄντακ ἐπίρρ. Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ) Θρᾴκ. (Κομοτ.) Πόντ. (Τραπ. κ.ἀ.) ἄντζακι Ἤπ. ἄντακ-κι Κύπρ. ἄντακ-κις Κύπρ. ἄντακ’ς Σάμ. ἄντεκ-κι Κύπρ. ἀντὰκ Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀντζάκι Κρήτ. ἄντζαχα Μεγίστ. ἄνταγας Πόντ. (Χαλδ.) ἄγγιˬακ-α Ρόδ. (Σάλακ.) ἄντζαν Πόντ. (Κολων. Χαλδ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ Τουρκ. ancak.
Σημασιολογία
1) Μόλις ἔνθ’ ἀν.: Ἐμέναν ἄντακ-κι μοῦ ἀκούει, ὄϊ ἐσέναν Κύπρ. Ἄγγιˬακ-α νὰ πάῃ εἴκοσι κιλὰ τὸ σιτάριν Ρόδ. Αὐτὸ ἄντακ δέκα οὐκάδις εἶνι Κομοτ. Ἄντακ δέκα νομάτ’ ἔρθαν Τραπ. 2) Σπανιώτατα, κατ᾿ ἀραιὰ διαστήματα Μεγίστ.: Ἄντζαχα νά ᾽ρτῃς σπίτι μας καὶ φεύγεις τσιˬόλα. 3) Ἀκριβῶς, εὐαρμόστως Στερελλ. (Αἰτωλ.): Σὄρχιτι τοὺ καππέλλου ἀντάκ. Αὐτεῖνα τὰ παπούτσια εἶνι ἀντὰκ γιˬὰ τὴ μάννα μ’.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA