ἀντηχῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντηχῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀντηχῶ λόγ. κοιν. ἀντηχάω ΑΧριστοπ. Ποιήμ. 83 ΙΤυπάλδ. ἐν ’Ανθολ. ΗἈποστολίδ. 471 ΚΠαρορ. Μεγάλ. Παιδ. 212.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἀντηχῶ.

Σημασιολογία

1) ᾿Ανακλῶ τὸν ἦχον λόγ. κοιν.: Ποίημ. Βοσκοί, φλογέρες βραχνερὲς λαλοῦν ᾿ς τοὶς πεδιάδες καὶ ἀντηχοῦν ὁλόγυρα οἱ λόφοι κ' οἱ κοιλάδες ΑΧριστοπ. ἔνθ᾽ ἀν. 2) ’Ηχῶ λόγ. κοιν.: Ἡ στενὴ καμαρούλλα . . . ἀντηχάει ἀπὸ τὸ βῆχα τοῦ ἄρρωστου ΚΠαρορ. ἔνθ' ἀν. || Ποίημ. Γύρου ἀντηχάει . . . | οὐράνιˬα μελῳδία ΙΤυπάλδ. ἔνθ’ ἀν. Πβ. ἀντιβογγῶ, ἀντιβοΐζω, ἀντιβροντῶ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/