ἀοράτως
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀοράτως
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀοράτως ἐπίρρ. Θήρ. ἀουράτ’ Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἐπίρρ. ἀοράτως.
Σημασιολογία
1) Διὰ θείας ἐμπνεύσεως, ἐκ Θεοῦ Θήρ. : Μὰ εἶdά ’θελες ἐτσαδὰ ἀοράτως νὰ μάθῃ τὸ παιδί σου γράμματα; 2) Χωρὶς νὰ τὸ ἀντιληφθῇ κἀνείς, μετὰ μεγάλης σπουδῆς Στερελλ. (Αἰτωλ.) : Σηκώθ’κι ἀουράτ’ κὶ πῆι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA