ἀπαρηγόρευτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπαρηγόρευτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπαρηγόρευτος ἐπίθ. ἀπαρ’γόρευτος Πόντ. (Κερασ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *παρηγορευτὸς<παρηγορεύω.
Σημασιολογία
Ἐκεῖνος ποῦ εἴθε νὰ μὴ παρηγορηθῇ: Ἄχαρε κιˬ ἀπαρ᾿γόρευτε! (ἀρά). Ἄχαρον κιˬ ἀπαρ’γόρευτον! (ἀρά). Πβ. ἀπαρηγόρητος 1, ἀπαρήγορος 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA