ἀπελπισμένα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπελπισμένα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀπελπισμένα ἐπίρρ. Λεξ. Βάιγ. Δεὲκ Περίδ. Βυζ. Μπριγκ. Πρω. Δημητρ. ἀπολπισμένα Πελοπν. (Καλάβρυτ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀπελπισμἐνος μετοχ. τοῦ ρ. ἀπελπίζω.
Σημασιολογία
Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ. Ἐν ἀπελπισία, μὲ ἀπελπισίαν, ἀπελπιστικῶς ἔνθ’ ἀν.: Μὲ κοιτάει ἀπολπισμένα Πελοπν. (Καλάβρυτ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA