ἄπιστα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄπιστα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἄπιστα ἐπίρρ. Πόντ. (Χαλδ.) κ.ἀ. -Λεξ. Πρω. Δημητρ.
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἐπίρρ. ἄπιστα.
Σημασιολογία
1) Κατὰ τρόπον ἄπιστον, μὲ ἀπιστίαν, δολίως ἀγν. τόπ. -Λεξ. Δημητρ.: Ἐγὼ τὸν εἶχα νοικοκύρι κιˬ αὐτὸς μοῦ φέρθη ἄπιστα ἀγν. Τόπ. Ἄς την, μὴν τὴν μελετᾷς καθόλου, τοῦ φέρθηκε ἄπιστα αὐτόθ. 2) Σφοδρῶς Χαλδ.: Πολλὰ ἄπιστα ἐντῶκεν ἀτον (πολὺ σκληρῶς τὸν ἔδειρε). Ντ’ ἄπιστα ταΐζ'.’ (φωνάζει).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA