ἁπλοσυκωτία

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁπλοσυκωτία

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἁπλοσυκωτία ἡ, ἀμάρτ. ἁπλυσ’κωτία Πελοπν. (Μάν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἁπλὸς καὶ τοῦ οὐσ. συκώτι.

Σημασιολογία

Ἀδιαφορία, ἀπάθεια (διὰ τὴν σημ. πβ. ἁπλόκαρδος): Ἡ δεῖνα ἔχει ἁπλυσ’κωτία, δὲν τὴνε μέλει γιˬὰ τίποτε.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/