ἀπογέρνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπογέρνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπογέρνω Ἄνδρ. Κρήτ. Σεριφ Σίφν. Τῆν. κ.ἀ.–ΙΚονδυλακ. Πρώτη ἀγάπ. 33 ἀπουγέρνου Μακεδ. ’π-πογέρνω Ρόδ. Μέσ. ἀπογέρρ-ρομαι Καλαβρ. (Μπόβ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. γέρνω.

Σημασιολογία

Α) Ἀμτβ. 1) ᾿Εγείρομαι, ἀνασηκώνομαι Καλαβρ. (Μπόβ.) 2) Κλίνω ἐλαφρῶς πρὸς τὴν μίαν πλευρὰν Μακεδ.: Τοὺ σπίτ’ ἀπόγειρι. Καὶ μετβ. κάμνω τι νὰ κλίνῃ ἐλαφρῶς πρὸς τὴν μίαν πλευρὰν Μακεδ.: Ἀπόγειρι τοὺ κιφά’ σ’ νὰ τοὺν ἰδῇς. β) Κατακλίνομαι, πλαγιάζω Μακεδ. Δὲ θ’ ἀπουγείρ’ς τώρᾳ; 3) Ἀποκλίνω πρὸς τὴν δύσιν Ἄνδρ.: Θ’ ἀπογείρῃ τ’ ἄστρο πίσω ᾿ς τὸ βουνὸ Ἄνδρ. 4) Κάμπτω Ἄνδρ. Κρήτ. –ΙΚονδυλάκ. ἔνθ’ ἀν.: Ὀσο ποῦ νὰ τὸ δῶ, ἀπόγειρα Ἄνδρ. ᾿Εδαὲ ἀπόγειρε, δὲν εἶναι ἕνα τζειρέκι Κρήτ. Εὐθὺς ἔφυγε κιˬ ἀπόγειρε ’ς τὴ γωνιˬὰ τῆς ἐκκλησίας ΙΚονδυλάκ. ἔνθ’ ἀν. Συνών σκαπετῶ, στρίβω. 5)Κάμνω στροφὴν πρὸς τὰ ὀπίσω κατὰ τὸ ἔσχατον ὅριον τοῦ ἀγροῦ κατὰ τὴν ἄροσιν, ἐπὶ ἀροτριώντων ζῴων Σίφν. Τῆν.: Ἔλα μπίσω, ν’ ἀπογείρῃς. Καὶ μετβ. στρέφω τὰ ἀροτριῶντα ζῷα πρὸς τὰ ὀπίσω κατὰ τὸ ἔσχατον ὅριον τοῦ καλλιεργουμένου ἀγροῦ Σεριφ.: Τώρᾳ ἀπογέρνω τὰ ζῷα. 6) Κάμπτομαι, καταβάλλομαι ὑπὸ τοῦ χρόνου Μακεδ.: Ἄρχισι ν’ ἀπουγέρ’. Πβ. ἀπογερνῶ. Β) Μετβ. 1) Διέρχομαι Κρήτ.: Πῶς θ’ ἀπογείρω τὸ στενό; Συνών. διˬαβαίνω, περνῶ. 2) Θίγω τινα μετὰ περιστροφῶν καὶ διὰ δηκτικῶν λόγων Ρόδ.: ’Π-πογέρνει με.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/