ἀποδημίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποδημίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποδημίζω Ἀντικύθ.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. ἀποδημῶ. Διὰ τὸν μετασχηματισμὸν ὶδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1, 272.

Σημασιολογία

Ἐκλείπω, τελειώνω, ἐπὶ φθινουσῶν ὀπωρῶν: Ἀποδήμησαν τ᾿ ἀχλάδιˬα–τὰ σταφύλιˬα κτλ. Συνών. ξεβγαίνω, τελε͜ιώνω, σώνομαι (ἰδ. σώνω).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/