ἀποδρανίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποδρανίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποδρανίζω Πόντ. (Κερασ. Κρώμν. Ὄφ. Τραπ. κ.ἀ.) ἀπορδανίζω Πόντ. (Σάντ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. *δρανίζω ἢ κατ᾿ εὐθεῖαν ἐκ τοῦ οὐσ. δρανίν.

Σημασιολογία

1) Καθαρίζω τὸ δρανὶν τῆς οἰκίας, ἤτοι τὰς δοκοὺς τῆς στέγης καὶ τοὺς φεγγίτας Πόντ. (Ὄφ. Τραπ. κ.ἀ.) 2) Καθαρίζω τοὺς τοίχους, τὴν ὀροφὴν καὶ ἐν γένει τὴν οἰκίαν ἀπὸ τῆς κόνεως, τῶν ἀραχνίων κττ. ἀφοῦ πρῶτον μετατοπίσω τὰ ἔπιπλα Πόντ. (Κερασ. Κρώμν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. κ.ἀ.): Ν’ ἀποδρανίζωμε τ’ ὀσπίτ’ Ὄφ. β) Μετατοπίζω τὰ ἔπιπλα ἐκ τῆς οἰκίας Πόντ. (Τραπ): ᾿Επεδράντσα τ᾿ ὀσπίτ’.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/