ἀποθερίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποθερίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποθερίζω σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κρώμν. Σάντ. Τραπ.) ἀποθερίζου Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ. κ.ἀ.) Σκῦρ. ἀπουθιρίζου Σάμ. Στερελλ. (Αἰτωλ) κ.ἀ. ἀποθερίτζω Κάρπ. Σίφν. ᾿ποθερίζω Κύπρ. Ρόδ. Σκῦρ. ᾽ποθερίζου Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ. Ὄρ.) ’πουθιρίζου Εὔβ. (Στρόπον.) ’πεθερίζω Ρόδ. ᾿πιθιρίζω Ἴμβρ. ἀποθερνῶ Ρόδ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. θερίζω. Πβ. καὶ ἀρχ. ἀποθερίζω=ἀποκόπτω. Τὸ ’πεθερίζω κατ’ ἀφομ.
Σημασιολογία
Συμπληρῶ, περατῶ τὸν θερισμόν, παύω νὰ θερίζω ἔνθ’ ἀν.: Κοντεύετε ν᾿ ἀποθερίσετε; -᾽Μεῖς ἀποθερίσαμε Σκῦρ. Τόμου ἀποθερίσουμε, βανόμαστε καὶ δένουμε χερόβολα Κέρκ. Ἀπουθέρ’σι τώρα οὑ κόσμους Αἰτωλ. Πριγιˬόπερ’σι ᾽ποθερίσαμε σὲ δεκαπέντε μέρες Σῦρ. Λέει ν’ ἀποθερίσωμε ν᾿ ἀνεπαυτοῦμε Κίμωλ. ’Επιθέρτσαμε τὸ χωράφι Κρώμν. Τού ’βρα ἀπουθιρ’σμένου τοὺ τριφύ’ Αἰτωλ. || Παροιμ. Ὅταν μαζὶ θερίζαμε, Βασίλει κὺρ-Βασίλει, κιˬ ὅταν ἀποθερίσαμε, ποῦ σ’ εἶδα, βρὲ κασσίδη; (ἐπὶ τοῦ ἀχαρίστου ἀπαρνουμένου τοὺς βοηθήσαντας αὐτὸν εὐθὺς ὡς παύσῃ νὰ ἔχῃ τὴν ἀνάγκην των. Ἡ παροιμ. ἐν πλείσταις παραλλαγαῖς καὶ ἀλλαχοῦ. 'Ιδ. ΝΠολιτ. Παροιμ. 8,52 κἑξ.) πολλαχ. Ἀνεάστα, γρά, τὸ γέρω | νὰ τὸν ἔχωμε τὸ θέρος, σὰν ἀποθερίσωμε, | νὰ τὸ κρεμ-μοολήσωμε (ταυτόσημος τῇ προηγουμένῃ. ἀνεάστα=ἀναβάστα, ὑποστήριξε, κρεμ-μοολήσωμε=γκρεμοβολήσωμε, ρίψωμεν κατὰ κρημνῶν) Κάρπ. || ᾎσμ. Τώρα μοῦ ἀπαρνήθηκε σάν σιταρεὰ ’ς τὸν κάμπο ποῦ τὴν ἀποθερίτζουσιν κ’ ἡ καλαμεˬὰ ᾽πομένει αὐτόθ. Μετοχ. ἀποθερισμένος= ὁ ἀποπερατώσας τὸν θερισμὸν) Νουμᾶς 1910,20: Λίγοι μαθὲς εἶναι ὥς τὰ τώρᾳ ἀποθερισμένοι, οἱ περισσότεροι δὲ θερίσαν ἀκόμη.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA