ἀποθωρῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποθωρῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποθωρῶ Κρήτ. ᾽ποθωρῶ Κάς. Ρόδ. ᾿Αόρ. ἀπόειδα
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. θωρῶ.
Σημασιολογία
1) Βλέπω καλῶς, παρατηρῶ, σκέπτομαι, ἐννοῶ Κρήτ. Ρόδ.: Θωρῶ καὶ ᾿ποθωρῶ, κολάι δὲν ἔχει Ρόδ. || ᾎσμ. Μὰ δὰ θωρῶ κιˬ ἀποθωρῶ, δὲν ἔχω εἶdα νὰ κάμω, γιατ᾿ ἤσερνα τὸ ταχτικό, τὰ βούγιˬα τοῦ Σουλτάνο Κρήτ. 2) Προσβλέπω τινὰ σκαιῶς, ἀπειλητικῶς Κάσ. Γιˬατί μὲ ἀποθωρεῖς ἔτσι ᾽ά; τίαν σοῦ ᾿καμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA