ἀποκαμαρώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποκαμαρώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποκαμαρώνω (Ι) Πόντ. (Κοτύωρ. Σάντ. Σούρμ. Χαλδ κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. καμάρα.

Σημασιολογία

᾽Αφαιρῶ τὴν καμάραν, τὸν πέπλον τῆς νύμφης μετὰ τὸ γαμήλιον δεῖπνον ἔνθ’ ἀν: ’Αποκαμάρωσο κιˬ ἂς ἐλέπωμε τὴ νύφε σ' (ξεσκέπασε νὰ δοῦμε τὴ νύφη σου).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/