ἀποκενώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποκενώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποκενώνω Ἄνδρ. Πόντ. (Τραπ.) κ.ἀ ᾽ποκενώνω Πόντ (Σινώπ.) κ.ἀ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ἀποκενῶ.

Σημασιολογία

1) ᾽Απὸ ἑνὸς ἀγγείου μεταφέρω εἰς ἄλλο, οἷον ἀπὸ τῆς χύτρας εἰς τὰ πινάκια, μεταγγίζω Πόντ. (Σινώπ. Τραπ.) Συνών. κενώνω. 2) Τελειώνω τὸ κένωμα, ἐκκενῶ Ἄνδρ. κ.ἀ.: Ἅμ᾿ ἀποκενώσω ἔρχομαι Ἄνδρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/