ἀποκρεμάλισμαν
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκρεμάλισμαν
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀποκρεμάλισμαν τό, Πόντ. (Τραπ.) ἀποκρεμάλιγμαν Πόντ. (Σάντ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀποκρεμαλίζω.
Σημασιολογία
Ἀνάρτησίς τινος ὥστε νὰ αἰωρῆται, αἰώρησις ἔνθ’ ἀν.: Ἀσ᾽ σὰ ψηλὰ κλαδία τ᾽ ἀποκρεμάλιγμαν καλὸν πρᾶμαν ’κ’ ἔν’ Χαλδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA