ἀποπαλαβώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποπαλαβώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποπαλαβώνω ἐνιαχ. ἀπουπαλαβώνου Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. παλαβώνω.
Σημασιολογία
Κάμνω τινὰ νὰ παλαβώσῃ ἐντελῶς, νὰ παραφρονήσῃ: ᾎσμ. Κὶ μι᾽ τοὺ πόδι κούνα μι κι᾿ μὶ τοὺ χέρι γνέθι κὶ μὶ τοὺ μιρτζανόχειλου γλυκὰ κουβέντιˬασέ μι κὶ πές μου λόια τῆς καρδιˬᾶς κιˬ ἀπουπαλάβουσέ μι. Συνών. ἀποκουζουλαίνω, ἀπολωλαίνω 1, ἀπολωλώνω 1, ἀπομουρλαίνω, ἀποτρελλαίνω, ξετρελλαίνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA