ἀπόρκισμαν
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπόρκισμαν
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀπόρκισμαν τό, Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Χαλδ.) ’πόρκισμα Πόντ. (Κοτύωρ.) ἀπόρκιγμαν Πόντ. (Κερασ. Χαλδ.) ἀπορκίσμαν Πόντ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀπορκίζω.
Σημασιολογία
Ἡ ἀνάγνωσις ὑπὸ τοῦ ἱερέως τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἐξορκισμῶν ἐπὶ ἀσθενοῦς. Συνών. διˬάβασμα, ξόρκισμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA