ἀπόρτωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπόρτωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀπόρτωτος ἐπίθ. Ἄνδρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ καὶ τοῦ ἐπιθ. *πορτωτὸς<πορτώνω.

Σημασιολογία

Ἐπὶ τῆς θύρας, ἡ μὴ ἔχουσα θυρόφυλλα: ’Απόρτωτη πόρτα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/