ἀποσβόλωμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποσβόλωμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀποσβόλωμα τό, Πελοπν. (Μάν) -Λεξ. Αἰν.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀποσβολώνω.

Σημασιολογία

1) ᾽Απομώρανσις, μείωσις τῆς ἀντιλήψεως Πελοπν. (Μάν.): Εἶχα ἕνα ἀποσβόλωμα ποῦ δὲν καταλάβαινα τί μοῦ ’λεγε. Συνών. ἀποσβολωμάρα. 2) Κατάπληξις Πελοπν. (Μάν.): Τί ἀποσβόλωμα σ’ ἔπιˬασε, δὲ ματάε͜ιδες ποτές σου ἀεροπλάνο; Συνών. χαζωμάρα. 3) Προσβολὴ Πελοπν. (Μάν.) –Λεξ. Αἰν. : Τοῦ τά ’ψαλε καὶ τὸν ἔπιˬασε ἕνα ἀποσβόλωμα ποῦ δὲν ἔβγαλε μιλιˬὰ Πελοπν. (Μάν.) Συνών. ντρόπιˬασμα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/