ἀποσηκάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποσηκάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποσηκάζω ἀμάρτ. ᾿πησ᾽κάζω Σκῦρ. ἀποσακάζω Κρήτ. (Κατσιδ. Ρέθυμν. κ. ἀ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ἀρχ. ρ. σηκάζω. Εἰς τὸ ἀποσακάζω ὑπόκειται ὁ ἀμάρτ. Δωρικὸς τύπ. σακάζω.
Σημασιολογία
1) ᾿Απογαλακτίζω τὰ νεογνὰ τῶν βοσκημάτων, τῶν αἰγῶν καὶ τῶν προβάτων Σκῦρ. : Τὴ Δευτέρα θὰ ’πησ’κάσωμε τὰ πράματα. Ἅμα ᾿πησ᾿κάσῃς τ’ ἀρνιˬὰ ἀδ’νατίζ’νε. Τὸ ᾿ρίφι ἀδ’νάτ’τσε, γιˬατ’ ἔναι ᾿πησ’κασμένο. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀπογαλαχτίζω 1. 2) Τελειώνω τὸ ἀπογαλάκτισμα, ἀποσύρω ἀπὸ τοῦ θηλασμοῦ πάντα τὰ νεογνὰ τῶν βοσκημάτων μου Κρήτ. (Κατσιδ. Ρέθυμν. κ.ἀ.): ᾿Ακόμη δὲν ἀποσάκασα οὕλα τ᾽ ἀρνιˬά, γιˬατ’ εἶνιˬαι πέd’ ἕξε ὄψιμα Ρέθυμν.Ἐδὰ ποῦ ’ναι bλεˬὸ ἀποσακασμένο τ᾿ ἀρνὶ νὰ τὸ πάμε μαζὶ μὲ τὴ μάννα dου Κατσιδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA