ἀποσπερινὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποσπερινὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀποσπερινὰ ἐπίρρ. ἀμάρτ. ἀπουσπιρ’νά Ἴμβρ. Σαμοθρ. ἀπόσπερ’να Θήρ. Κύθν. κ.ἀ. -Λεξ. Βάιγ. Μπριγκ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. ἑσπερινός. Ἡ λ. καὶ παρὰ Δουκ.

Σημασιολογία

Ι) Μετὰ τὸν ἑσπερινὸν τῆς ἐκκλησίας Θήρ. Κύθν. κ.ἀ.-Λεξ. Βάιγ. Μπριγκ. ΙΙ) ᾿Απὸ τῆς προηγουμένης ἑσπέρας Ἴμβρ. : Ἀπουσπιρ’νὰ μαγείριψα. β) Κατὰ τὴν ἑσπέραν Σαμοθρ. : Ἀπουσπιρ’νὰ σαν ἔκλουσι ἡ dαγῆς-ι-μ’ ’ τοὺ γεῖπα (τὸ βράδυ ὅταν ἐπέστρεψεν ὁ μεγάλος ἀδελφός μου τοῦ τό εἶπα).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/