ἀποτάζω (Ι)
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποτάζω (Ι)
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποτάζω (Ι), ἀποτάσσω Κάρπ. Κρήτ. Κύθηρ. Νάξ. Ρόδ. Σίφν. Χίος κ. ἀ. ἀποτάσσου Σκῦρ. ἀπουτάσσου Ἴμβρ. Σάμ. Σαμοθρ. κ. ἀ. ἀποτάτσω Κίμωλ. ἀποτάζω σύνηθ. ἀπουτάζου βόρ. ἰδιώμ. ἀπατάζου Μακεδ. ’ποτάσσω Αἴγιν. Κάρπ. Κρήτ. Κῶς Μεγίστ. Ρόδ. Σύμ. κ. ἀ. ’ποτάσσου Εὔβ. (Κονίστρ.) ’πατάσσου Λυκ (Λιβύσσ) ’ποτάζω πολλαχ. ᾽πουτάζου πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. ’πατάζου Ἤπ. (Ζαγόρ.)
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἀποτάζω, ὃ ἐκ τοῦ ἀρχ. ὑποτάσσω. ᾽Ιδ. Κορ. Ἄτ. 4,134 καὶ ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,228 καὶ 280. Κατὰ ΙΒογιατζίδ. ἐν ’Αθηνᾷ 29 (1917) Λεξικογρ. ᾽Αρχ. 66 ἐκ τοῦ ἀρχ. ἀποτάσσω. Τὸ ᾿ποτάσσω καὶ μεσν. Πβ.Λύβιστρ. καὶ Ροδάμν. Ε στ. 1417 (ἔκδ. JLambert) «τὸ κάστρον τῆς καρδίας μου μόνη νὰ τὸ ᾽ποτάξῃς».
Σημασιολογία
Α) Μετβ. 1) Συνήθως εἰς ἀρνητικὰς ἢ ἐρωτηματικὰς προτ. ἀποκτῶ ἔνθ’ ἀν. : Ὁ δεῖνα δὲν ἀποτάζει τίποτα - δὲν ἀποτάξει πεντάρα. Ἔχομε τόσα χρόνιˬα ποῦ δὲν ἀποτάξαμε παιδί. Δὲ μπορῶ ν᾿ ἀποτάξω ἕνα παιδὶ πολλαχ. Δὲν ἀποτάζει πρᾶμα (τίποτε) Μῆλ. Σῦρ Τῆν. Ἀνημένεις νὰ ’ποτάξῃ πρᾶμα ἁποὺ ὅ,τι βγάλλει πάει καὶ τὸ τρώει ἐδῶ κ᾿ ἐκεῖ; Κρήτ. Δὲ ’bοτάζει λεφτὸ ὁ δύστυχος Ἰθάκ. Δὲν ἐπάταξε ποτέ του καππέλλο αὐτόθ. Ποῦ τὸ ᾽πόταξες ; ᾿΄Ηπ. Κύθηρ. Οἱ--ὄρι’θίς μας ἀκόμα δὲν ἀπουτάξαν ἀβγὸ Λῆμν. Ἡ--ὄρι’θά μας μῆνις εἶχι νὰ γιννήσ’ κὶ σήμιρα τ᾽ ἀπόταξιν (ἐνν. τὸ ἀβγὸ) αὐτόθ. Ἡ π᾿λλάδα τ᾽ ἀπόταξι τ᾿ ἀβγὸ Σαμοθρ. Κάμνει κάμνει καὶ τίποτε δὲν ᾽ποτάσ-σει Κῶς || Φρ. συνήθως ἐν ἀραῖς: Ποτὲ νὰ μὴν ἀποτάξῃς ! (πάντοτε νὰ στερῆσαι!) πολλαχ. Νὰ μὴ bοτάξῃς ποτὲ ροῦχο! Ἰθάκ. Καλὸ νὰ μὴν ἀποτάξῃς! Πελοπν. (Λάκων) Κληρονομιˬὰ νὰ μὴν ἀποτάξῃ! Κρήτ. Στάχτ’ νὰ μὴν ἀπουτάξ’ς! Σάμ. Δὲν ἀποτάζει ροῦχο (τοῦ φθείρονται τὰ ροῦχα ἐξ ἀπροσεξίας) Σῦρ. Μαλλὶ δὲν ἀπατάζ’ (δὲν ἔχει) Μακεδ. || Παροιμ. Ὅπο͜ιος δὲν ἔχει παλα͜ιὰ καινούργιˬα δὲν ᾽ποτάσ-σει (ἐπὶ τῶν ἐκ τῆς οἰκονομίας συνήθως τῶν ρούχων προερχομένων ὠφελειῶν) Σύμ. Ποῦ ᾽χαν τὰ μαλλιˬὰ τὰ χάσαν | κ’ οἱ κασσῆδες τὰ ’ποτάξαν (οἱ πρὶν εὔποροι ἔγιναν πτωχοὶ καὶ οἱ πάμπτωχοι ἀπέκτησαν πλοῦτον) Χίος Ἅρπαξε νὰ φάς καὶ κλέψε ν᾽ ἀποτάξῃς (ἐπὶ ἅρπαγος καὶ κλέπτου) Κάρπ. Κάμνω κάμνω νὰ ᾽πετάσ-σω | καὶ φτερὰ δὲν ἀποτάσ-σω (ἐπὶ τοῦ μὴ δυναμένου ν’ ἀποκτήσῃ τι παρὰ τοὺς κόπους του) Ρόδ. ᾿Αλέθει, δαιμονίζεται κιˬ ἀλεύρι δὲν ᾿ποτάσσει (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Αἴγιν. || ᾎσμ. Ἡ ἀγάπη εἶν᾽ ἀπ᾿ ἀρχῆς κιˬ ἀπὸ τὴν πρώτη πλάσι κιˬ ὅποιος τὴν ἐπερίπαιξε νὰ μὴ τὴν ἀποτάξῃ πολλαχ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Γαδάρ. διήγ. στ. 15 (ἔκδ. GWagner σ.124) «ἄχυρον δὲν τοῦ βρίσκετο, κριθάρι δὲν ’ποτάσσει» καὶ 253 (σ. 131) «καὶ σπίτι δὲν ἐπόταζεν, ἀμ’ εἶχε μιὰν παράκα». Συνών. ἀποχτῶ, πιˬάνω. 2) Μέσ. ἀποκτῶ διὰ πρώτην φοράν, ἐπὶ ὄρνιθος ἡ ὁποία ἀρχίζει νὰ γεννᾷ Ἴμβρ.: Ἡ--ὄρθα τ’ ἀπουτάχκι (ἐνν. τὸ ἀβγό, δηλ ἤρχισε νὰ γεννᾷ). Β)Ἀμτβ.1)Παράγομαι Πελοπν. (Βούρβουρ): Δὲν ’ποτάζει φέτο τίποτα. 2)Περισσεύω Κάρπ.: Παροιμ. Ἂ δὲ ψοφήσῃ γάαρος, σαμάρι δὲν ’ποτάσ-σει (ἐπὶ τοῦ καταλαμβάνοντος τὴν θέσιν ἀποθανόντος ἢ παυθέντος).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA