ἀπότιστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπότιστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀπότιστος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ.) ἀπότ’στους βόρ. ἰδιώμ. ἀπότιγος σύνηθ. καὶ Πόντ. (Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) ἀπότ’γους βόρ. ἰδιώμ. ἀπότιος Πελοπν. (Λακων.) κ.ἀ.

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἀπότιστος.

Σημασιολογία

1)Ὁ μὴ ποτισθεὶς κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.): Ζῷα ἀπότιστα. Γαιˬδούρι ἀπότιστο κοιν. Τὰ χτήν ἀπότιστα εἶναι Τραπ. Ἀπότιγα εἶναι τὰ ζὰ Κερασ. Ὄφ. Χαλδ. Τὸ μωρὸν ἀπότιγον ἔν’ Χαλδ. β)Ὁ μὴ ἀρδευθεὶς κοιν.: Κῆπος -χωράφι ἀπότιστο ἢ ἀπότιγο. Ἡ γλάστρα εἶν’ ἀπότιστη. Δέντρα ἀπότιστα κοιν. Ἀπότιγα λάχανα Ἤπ. Τό ’χου ἀπότ’γου τοὺ τριφύ’ Στερελλ. (Αἰτωλ) || ᾎσμ. Γαρουφαλεˬά μου ἀπότιστη, πο͜ιὸς θενὰ σὲ ποτίσῃ; Ρόδ. 2)Ὁ μὴ ποθεὶς Πόντ. (Ὄφ.): Ἀπότιγο ἔν’ τὸ γάλα. 3)Ὁ μὴ πιὼν Πελοπν. (Μάν.) κ.ἀ.: Ἦρθα νηστικὸς κιˬ ἀπότιγος Μάν. Ξεκινήσανε νηστικοὶ κιˬ ἀπότιγοι νὰ πάνε ’ς τὴ δουλει͜ά τους αὐτόθ. || Γνωμ. Πήγαινε ’ς τὴ βρύσι νὰ πιῇς καὶ νὰ γεμίσῃς, πήγαινε ’ς τὸ ξερολάγκαδο νὰ φύγῃς ἀπότιγος Λακων. β)Ὁ μὴ πιὼν ποτὸν οἰνοπνευματῶδες Πελοπν. (Ἀρκαδ. Λακων. Μάν.) Πόντ. (Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) κ.ἀ.: Ἀπότιστος δὲ μπορῶ νὰ τραγουδήσω Ἀρκαδ. Ἀπότιγος εἶμαι Τραπ. Χαλδ. Πβ. ἄπιˬωτος, ἄποτος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/