ἀραποσιτεˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀραποσιτεˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀραποσιτεˬὰ ἡ, ἀραποιτέα Μέγαρ. ἀραποσιτεὰ Πελοπν. (Ἀρκαδ. Λάστ.) -ΓΒλαχογιάνν. Γῦροι ἀνέμ. 26 ἀραπου’τεὰ Ἤπ. (Χουλιαρ.) κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀραποσίτι καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -εά.
Σημασιολογία
1) Τὸ φυτὸν τοῦ ἀραβοσίτου ἔνθ’ ἀν.: Ἡ ’γελάδα ἄρχισε νὰ τρώῃ κάθε φασουλεὰ ποῦ ’τανε μὲ κάθε ἀραποσιτεὰ πλεμένη ΓΒλαχογιάνν. Ἔνθ’ ἀν. Συνών. κουκκουναρεά. 2) Πληθ. ἀραποσιτεές, τὰ φύλλα τοῦ φυτοῦ ἀραβοσίτου Πελοπν. (Λάστ.) [**]
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA