ἀργαστηράκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀργαστηράκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀργαστηράκι τό, πολλαχ.
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. ἀργαστήρι.
Σημασιολογία
Μικρὸν ἐργαστήριον ἢ ἐμπορικὸν κατάστημα, παντοπωλεῖον κττ. Συνών. *ἀργαστηρόπουλλον, ἀργαστηρούδι, μαγαζάκι. Ὑπὸ τὸν τύπ. Ἐργαστηράκι τοπων. Χίος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA