ἀργυροσελλωμένος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀργυροσελλωμένος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀργυροσελλωμένος ἐπίθ. Ἤπ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀργυρὸς καὶ τοῦ σελλωμένος μετοχ. τοῦ ρ. σελλώνω.

Σημασιολογία

Ὁ φέρων ἐφίππιον ἀργυροΰφαντον ἢ δι᾽ ἀργύρου πεποικιλμένον: ᾎσμ. Ἐδῶ ’χουν χίλιˬα πρόβατα καὶ δυˬὸ χιλιˬάδες γίδιˬα, ἐδῶ ’χουν χίλιˬα ἄλογα ἀργυροσελλωμένα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/