ἀρμενίζω (Ι)

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρμενίζω (Ι)

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀρμενίζω (Ι) κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν.) ἀρμενίζ-ζω Χίος (Καρδάμ.) ἀρμενίτζω Σίφν. Τῆλ. ἀρμενίζου Τσακων. ἀρμινίζου βόρ. ἰδιώμ. ἀρμινίν-νου Λυκ. (Λιβύσσ.) ἀρμενῶ Πελοπν. (Λακων. Πάτρ.) κ.ἀ.-Passow 294 ἀρμινῶ Ἤπ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) ’ρμινίζω Νισυρ. κ.ἀ. ἀρμανίζω Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. ἀρμενίζω. ’Ιδ. ΠΠαπαγεωργ. ἐν Ἀθηνᾷ 24 (1912) 459 κἑξ. Ὁ περισπώμενος τύπ. ἀρμενῶ ἐσχηματίσθη διὰ τὴν σύμπτωσιν τοῦ ἀορ. τῶν εἰς -ίζω καὶ τῶν εἰς -άω καὶ -έω ρ. καθὼς καὶ χαιρετίζω-χαιρετῶ, ψηφίζω-ψηφῶ κττ. Πβ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,272. Τὸ ἀρμανίζω κατ᾿ ἀφομ. ἐξακολουθητικήν.

Σημασιολογία

Α) Ἀμτβ. 1) Ταξιδεύω διὰ θαλάσσης, πλέω, ἐπὶ ἀνθρώπων καὶ πλοίων κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν.) Τσακων.: Ὅλη τὴ νύχτα ἀρμενίζαμε. Τέσσερεις μέρες ἀρμενίζαμε ᾿ς τὸ πέλαγος πολλαχ. Ἀρμένιζεν ἕνα μῆνα, δυˬὸ μῆνες, ἕνα χρόνο, δυˬὸ χρόνιˬα, ἔσωσεν τ’ ἀπόσωσεν σὲ μιˬὰν ἐρημιˬὰν (ἐκ παραμυθ.) Μεγίστ. Σηκών-νιτι τοὺ καράβιν’ς τὰ παννιˬά, ἀρμινίν-νει μιˬὰν ἡμέραν, δυˬὸ μέρις Λιβυσσ. Καράβιˬα ἀρμινᾶνι Αἰτωλ. || Φρ. Ἀρμενίζω πρίμα (πλέω ἐξ οὐρίας, οὐριοδρομῶ) Ἀρμενίζει καλὰ (μεταφ. διοικεῖ καλῶς τὰ τοῦ οἴκου κττ.) Ποῦ ἀρμενίζεις; ἢ ποῦ ἀρμενίζει ὁ νοῦς σου; (πρὸς ἄνθρωπον ἀφῃρημένον ἢ ἀπάγοντα ἑαυτὸν ἐκ τῶν ὀρθῶν σκέψεων καὶ ἔργων καὶ ἀποτυγχάνοντα) σύνηθ. || Παροιμ. φρ. Π’ ἀρμενίζει μπρὸς πάει (ὁ ἐργαζόμενος προκόπτει καὶ εὐημερεῖ) Μεγίστ. Ὅπο͜ιος ξέρει κιˬ ἀρμενίζει δὲ φοβᾶται τὴ φουρτούνα (ἐπὶ τοῦ γνῶρίζοντος νὰ ὑπερβάλλῃ τὰς δυσχερείας τῆς ζωῆς) Ζάκ. Κατὰ π᾿ ἀρμενίζει θὰ πέσῃ ἔξω (ἐπὶ τοῦ σπατάλου) Ἀπύρανθ. || Παροιμ. Ἔχετε γε͜ιά, γειτόνισσες, κ᾿ ἐγὼ ψηλ’ ἀρμενίζω (εἰρων. ἐπὶ τοῦ ἀλαζονευομένου) Θήρ. κ.ἀ. Γνωμ. Γέρω βορεˬὰ ἀρμένιζε καὶ νότο παλληκάρι (βραχυλογικῶς ἀντὶ μὲ γέρω βορεˬά, μὲ παλληκάρι νότο, ἤτοι ταξίδευε ἀφόβως, ἂν παρῆλθον πολλαὶ ἡμέραι, καθ’ ἃς πνέει βόρειος ἄνεμος, διότι δὲν ὑπάρχει φόβος νὰ γίνῃ ἰσχυρότερος καῦιστῶν τὴν θάλασσαν τρικυμιωδεστέραν, τοὐναντίον δὲ προκειμένου περὶ τοῦ νοτίου ἀνέμου ταξίδευε, ὅταν εἶναι ἀρχή, διότι μετὰ πάροδον πολλῶν ἡμερῶν οὗτος γίνεται πολὺ ἐπικίνδυνος εἰς τοὺς ναυτιλλομένους)Δαρδαν. || ᾊσμ. Μοῦ δῶσαν μιὰ γυναῖκα μάγισσας τσουπί, μαγεύει τὰ καράβιˬα καὶ δὲν ἀρμενοῦν, μαγεύει τὰ πουλλάκιˬα καὶ δὲν κελαηˬδοῦν Πάτρ. Βλέπω βαρκοῦλλες κ᾿ ἔρχουνται, καράβιˬα κιˬ ἀρμενίζουν Πελοπν. (Κορινθ.) Ηὗρες καιρὸν ἀρμάνιζε, καιρὸν μὴν περιμένῃς Λεξ. Δημητρ. Τὸ ρ. συντάσσεται καὶ μεθ’ ἁπλῆς αἰτιατ. ἰσοδυναμούσης πρὸς ἐμπρόθετον προσδιορισμόν, ἐξ οὗ καὶ προῆλθεν αὕτη κατὰ παράλειψιν τῆς προθ. (ἤτοι κατὰ τὸ ἀρμενίζω κατὰ τὸν καιρὸ ἐλέχθη καὶ ἀρμενίζω τὸν καιρὸ ἄνευ τῆς προθ., ἐν ᾧ τὴν αἰτιατικὴν καιρὸ νοητέον ὄχι ὡς ἀντικείμενον, δηλ. πλέω συμφώνως πρὸς τὸν καιρὸν στρέφων τὰ ἱστία κατὰ τὴν πνοὴν τοῦ μεταβάλλοντος διεύθυνσιν ἀνέμου) Αἴγιν. Δαρδαν. Κάρπ. Κεφαλλ. Λέσβ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Μεγίστ. Νάξ. Πελοπν. (Ἄργ. Λάστ.) κ.ἀ. Παροιμ. φρ. Καθὼς τὸν εὕρω τὸν καιρὸ ἔτσι τὸν ἀρμενίζω (συμμορφοῦμαι πρὸς τὰς περιστάσεις ἢ ἐπωφελοῦμαι τῶν παρουσιαζομένων εὐνοϊκῶν περιστάσεων) πολλαχ. Ὡς τὸν εὕρω τὸν καιρὸ θενὰ τὸν ἀρμενίσω (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Κάρπ. Καὶ μέσ.: Ἀρμενίζεται ὁ καιρὸς σήμερα (ἐπιτρέπει ὁ σημερινὸς καιρὸς νὰ ἀρμενίσῃ τις κατ᾽ αὐτὸν) Κύθν. Ὁ καιρὸς δὲν ἀρμενίζεται ΓΧατζιδ. ἐν ᾽Επιστ. ᾿Επετ. Πανεπ. 4 (1907/8) 85. β) Ἀποπλέω, ξεκινῶ Κύπρ. Τσακων. κ.ἀ.-Mommsen Griech. Jahresh 18: Εἰς τὲς ᾿κοσ᾽τρεῖς τ᾿ Ἀπρίλιˬου θέλω ν᾽ ἀρμενίσω Κύπρ. Καΐτζι ἔκη ἕτοιμο ν’ ἀρμενίσῃ (καΐκι ἦτο ἕτοιμο κτλ.) Τσακων. || Γνωμ. Τοῦ Σταυροῦ κιˬ ἀρμένισε, τοῦ Σταυροῦ καὶ δέσε (ἐπὶ τῶν ναυτικῶν τῶν ἱστιοφόρων πλοίων οἱ ὁποῖοι ἀρχίζουν τὰ ταξίδια τῶν ἀπὸ τῆς ἑορτῆς τῆς Σταυροπροσκυνήσεως, ἥτις τελεῖται τὴν τριτην Κυριακὴν τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, διότι ἔκτοτε ἀρχίζει ἡ βελτίωσις τοῦ καιροῦ, καὶ παύουν αὐτὰ δένοντες τὰ πλοῖα ἀπὸ τῆς ἑορτῆς τοῦ Σταυροῦ τὴν 14 Σεπτεμβρίου, ὁπότε ἀρχίζουν πλέον αἱ τρικυμίαι τῶν θαλασσῶν) Mommsen ἔνθ’ ἀν. γ) Προχωρῶ ΙΠολέμ. Σπασμέν. μάρμαρ. 31: Ποίημ. Τ’ ἀσημένιο φεγγάρι... | ἀρμενίζει μὲ χάρι 2) Φέρομαι, πνέω ὁρμητικῶς Πελοπν. (Γορτυν.): ᾎσμ. Ἀκῶ τὰ πεῦκα καὶ βροντοῦν καὶ τοὶς ὀξυˬὲς καὶ τρίζουν, ἀκῶ τὸν ἄνεμο καιρὸ μὲ τὰ βουνὰ μαλῶναν, στέκω καὶ τὰ συχνορωτῶ καὶ τὰ διπλοξετάζω, βουνά μου, τί μαλώνετε; ἀέρα, τί ἀρμενίζεις; (μοιρολ. ἀκῶ=ἀκούω). 3) Περιπατῶ Ἄνδρ. Ἴμβρ. κ.ἀ.: Ἀρμένιζα δυˬὸ ὧρες μέσα ’ς τὸ χιˬόνι Ἄνδρ. Εἶδα μιˬὰ ψεῖρα κιˬ ἀρμέ’ζι ’ζ dοὺ γιˬακᾶ τ᾽ Ἴμβρ. Β) Μετβ. 1) Πληρῶν, ἐγκολπῶν τὰ ἱστία πλοίου τὸ κάμνω νὰ οὐριοδρομῇ Θήρ. (Οἴα): ᾎσμ. Θέλει τὴν τσερὰ θάλασσα μ᾽ ὅλα της τὰ καράβιˬα τσαὶ θέλει τσαὶ τὸν τσύρ’ βορεˬὰ γιˬὰ νὰ τοῦ τ’ ἀρμενίζῃ. 2) Διαπλέω, διαπερῶ Ἄνδρ. Νίσυρ. Τῆλ. κ.ἀ.: ᾎσμ. Αὐτὴ τὴ μαύρη θάλασσα πῶς θὰ τὴν ἀρμενίσω, νὰ βάλλω τὸν καιρὸ μπροστὰ καὶ τὸ πουλλί μου πίσω; Ἄνδρ. Μεγάλο τὸ καράβι μας, ὠκεανὸ ’ρμενίζει καὶ δὲν φουβᾶται κύματα καὶ θάλασσα π᾿ ἀφρίζει Νίσυρ. Καὶ ἀμτβ. διαπλέομαι, διαπερῶμαι Passow Carm. popular 294: ᾎσμ. Πῆρα χήρας θυγατέρα καὶ τῆς μάγισσας ποῦ μαγεύει τὰ ποτάμια καὶ δὲ σύρνουνε καὶ τὲς θάλασσες μαγεύει καὶ δὲν ἀρμενοῦν καὶ μαγεύει καὶ τὲς βρύσες καὶ δὲ ρέουνε. 3) Φέρω τι κἄπου, ὁδηγῶ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) κ.ἀ.: Ἀρμενίζω τὰ κατσικοπρόβατα Ἀπύρανθ. Συνών. σαλαγῶ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/