ἀρνησιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρνησιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀρνησιˬὰ ἡ, Πελοπν. (Λακων. Λάστ. κ.ἀ.)-ΝΠολίτ. Μελέτ. 356 ΚΠαλαμ. Ἀσάλ. ζωὴ 2 150 ΜΤσιριμώκ. Σονέττ. 7 ἀρνεσιˬὰ Πελοπν.-ΝΠολίτ. Ἐκλογ. 208 ἄρνησα Πελοπν. (Τριφυλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τού ρ. ἀρνε͜ιέμαι. Εἰς τὸ ἄρνησα ἐκ τοῦ ἀρνησὰ ὁ ἀναβιβασμὸς τοῦ τόνου ἔγινε διὰ τὸν μετρικὸν τονισμὸν τοῦ ᾄσμ., ἐν ᾧ ἀπαντᾶται.
Σημασιολογία
τὸν μετρικὸν τονισμὸν τοῦ ᾄσμ., ἐν ᾧ ἀπαντᾶται. 1) Ὁ τόπος ἔνθα μεταβαίνοντες οἱ νεκροὶ λησμονοῦν τοὺς ζῶντας, ὁ ᾍδης ἔνθ’ ἀν.: ᾊσμ. ᾽Επὰ ἔν᾿ τῆς ἄρνας τὸ χωιˬρό, τῆς ἀρνησιˬᾶς τὸ χῶμα (μοιρολ.) Λακων. Μὲ πάει ᾿ς τῆς ἄρνης τὰ βουνά, ᾿ς τῆς ἀρνησιˬᾶς τοὺς κάμπους (μοιρολ.) Λάστ. Νὰ πάου ’ς τῆς ἄρνης τὰ βουνά. ’ς τῆς ἄρνησιᾶς τούς κάμπους π’ ἀρνε͜ιέται ἡ μάννα τὸ παιδὶ καὶ τὸ παιδὶ τὴ μάννα (μοιρολ.) Τριφυλ. ᾽Εδῶ εἶναι ποῦ τ’ ὠνόμασαν τῆς ἀρνησιˬᾶς τὸ χόρτο ποῦ ἀρνε͜ιέται ἡ μάννα τὸ παιδὶ καὶ τὸ παιδὶ τὴ μάννα (μοιρολ.) ΝΠολίτ. Μελέτ. 356. Θὰ πάω ᾽ς τῆς ἄρνης τὰ βουνά, ᾽ς τῆς ἀρνεσιˬᾶς τὴ βρύσι ΝΠολίτ. ᾿Εκλογ. 208.-Ποίημ. Καὶ πέθανα καὶ πέρασα ’ς τὸν παγωμένο ᾍδη νὰ πιῶ νερὸ τῆς ἀρνησιˬᾶς τῆς ἄρνας τὸ λαγκάδι ΚΠαλαμ. ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἄρνα. 2) Λήθη ΜΤσιριμῶκ. ἔνθ’ ἀν.: Ποίημ. Τὴ λησμονιˬά, τὴν ἀρνησιˬὰ τὴ γύρεψε τοῦ κάκου, τότ᾿ ἔγειρε κ᾿ ὕπνο βαθὺ κιˬ ἀξύπνητο ἐκοιμήθη. Συνών. λησμονιˬά, ξεχασιˬά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA