ἀρρωστοφαγιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρρωστοφαγιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
ἀρρωστοφαγιˬὰ ἡ, σύνηθ. ἀρρωστοφαϊὰ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) κ.ἀ. ἀρρουστουφαγιˬὰ βόρ. ἰδιώμ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄρρωστος καὶ τοῦ ἔφαγα ἀορ. τοῦ ρ. τρώγω.
Σημασιολογία
Ἀδιαθεσία προσποιητή, ἀρρώστια ἐξ ἐλλείψεως ἢ ὑπερβολῆς φαγητοῦ, συνήθως εἰρων.: Ὁ δεῖνα ἔχει ἀρρωστοφαγιˬά! (είναι εὐτραφὴς ἢ ἄρρωστος ἀπὸ πολυφαγίαν). Τί ἔχεις; ἀρρωστοφαγιˬά; (δὲν ἔχεις τίποτε, δὲν πεινᾶς, ἀλλὰ τρώγεις καλά). Ἔχω ἀρρωστοφαγιˬὰ (ἔχω ὄρεξιν νὰ φάγω καλά). Συνών. φαγαρρώστιˬα, ψωμαρρώστιˬα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA