ἀρχάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρχάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀρχάζω ἀμαρτ. ἀρχάζου Θεσσ. (Πήλ. Πορταρ. κ.ἀ.) Σάμ.

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἀρχάζω, ὃ ἐκ τοῦ οὐσ. ἀρχή. Ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,268.

Σημασιολογία

Ἀρχίζω ἔνθ᾿ ἀν.: Ἀρχάσαμι τὴ δ᾿λε͜ιὰ Θεσσ. Ἄρχασαν νὰ ξιbουρbουλώνουdι Πορταρ. Ἄρχασα νὰ τ᾿ς λέου Σάμ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Χρον. Μορ. Η στ. 8871 (ἔκδ. JSchmitt) «νὰ τοῦ ἔχῃ βοηθήσει | ᾿ς τὴν μάχην, ὅπου ἄρχασεν ὁ βασιλέας μετ᾿ αὖτον». Συνων. ἀρχένω, ἀρχεύω, ἀρχίζω 1, ἀρχινεύω, ἀρχινῶ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/