ἀρχηγὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρχηγὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀρχηγὸς ὁ, λογ κοιν. ἀρχηγὸ Τσακων. Θηλ. ἀρχηγῖνα κοιν.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀρχηγός.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἔχων τὴν ἡγεσίαν ἐπισήμου τινὸς ἀρχῆς, ἡγεμών: Ἀρχηγὸς τῆς ἐκκλησίας - τοῦ κράτους - τῆς κυβερνήσεως - τοῦ στόλου - τοῦ στρατοῦ κττ. || Γνωμ. «Ἀρχηγοῦ παρόντος πᾶσα ἀρχὴ παυσάσθω». β) Ὁ ἔχων τὴν ἡγεσίαν οἱασδήποτε ὁμάδος ἀνθρώπων: Ἀρχηγὀς τῆς οἰκογενείας - τῆς συμμορίας - τοῦ κόμματος κττ. Ἀρχηγὸς ᾿ς τὸ παιγνίδι κοιν. || ᾎσμ. Καλῶς τονε τὀν ἀρχηγό, καλῶς τὸν καπετάνιˬο Λεξ. Δημητρ. Γιˬὰ σήκου ᾿πάνου, ἀρχηγέ, γιˬὰ σήκου, καπιτάνιˬε Θρᾴκ. (Αἶν.) γ) Ὁ ἔχων τὴν πρωτεύουσαν δρᾶσιν εἴς τινα ὁμαδικὴν ἐνέργειαν: Ὁ ἀρχηγὸς τῆς ἀπεργίας. Ἀρχηγὸς ᾿ς τὸ γλέντι – ᾿ς τὸν καβγᾶ - ᾿ς τὸ ξενύχτι κττ. 2) Εἰς τὴν σχολικὴν γλῶσσαν, ἰδίᾳ δὲ ἐν ταῖς στρατιωτικαῖς σχολαῖς, ὁ κατ᾿ εὐδοκίμησιν πρῶτος μαθητὴς τάξεως.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA