ἀρχιερέας

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρχιερέας

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀρχιερέας ὁ, ἀρχιερεὺς λόγ. κοιν. ἀρχιγερεὺς Πόντ. ( Κερασ.) ἀρχιερέας κοιν. ἀρχιγερέας Πόντ. (Κερασ.) ἀρχιερέα Τσακων. Γενικ. ἀρχιερέωνος Πόντ. ἀρχιγερέωνος Πόντ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἀρχιερεύς.

Σημασιολογία

Ὁ ἐν τῇ ἐκκλησιαστικῇ ἱεραρχίᾳ ἔχων τὸν βαθμὸν τοῦ ἐπισκόπου καὶ προϊστάμενος τῶν ἱερέων περιφερείας τινὸς ἔνθ’ ἀν.: ᾎσμ. Σημαίνει κ᾿ ἡ Ἀγιˬὰ-Σοφιˬά, τὸ μέγα μοναστῆρι, μὲ δεκοχτὼ ἀρχιερεῖς καὶ μ᾿ ἑκατὸ παππάδες Α.Ρουμελ. (Σωζόπ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/