ἄσα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄσα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἄσα ἡ, Πόντ. (Ἀμισ Κερασ. Κρώμν. Σάντ Τραπ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ άρχ. Ἴων. ἄση, παρ’ ὃ καὶ Αἰολ. ἄσα = ναυτία, ἀηδία.
Σημασιολογία
1) Τὸ ἐκ τῶν πνευμόνων ἐξερχόμενον πνεῦμα ἔνθ’ ἀν.: Ἡ ἄσα ’τ’ βρομᾷ Χαλδ. Συνών. χνότο. 2) Ἡ εἰσπνοὴ καὶ ἐκπνοὴ τοῦ άτμοσφαιρικοῦ ἀέρος διὰ τῶν πνευμόνων Πόντ. (Χαλδ) : Φρ. Ἄσαν ᾿κὶ παίρ’ (δὲν ἀναπνέει) Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀνάσα 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA