ασβόγερως

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ασβόγερως

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀσβόγερως ὁ, Γ. Βλαχογιάνν. Μεγάλ. χρόν. 102.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. ἀσβός καὶ γέρως.

Σημασιολογία

Μικροκαμωμένος ὡς ἀσβός: Κ᾽ ἐσένα, κοντορεβιθούλλη, ἀσβόγερε, ...μοῦ ᾽ρχεται νὰ σὲ σηκώσω καὶ νὰ σὲ βροντήξω σὰν ἀσκόπουλλο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/