ἀσκέπαστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσκέπαστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀσκέπαστος ἐπίθ. σύνηθ. ἀκέπαστος Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. κ.ἀ.) ἀσκέπαστους σύνηθ. βορ. ἰδιωμ. ἀσκέπαγος Πελοπν. (Κορινθ. κ.ἀ.) ἀκέπαγος Πόντ. (Ἀργυρόπ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) ἀκέπαχτος Πόντ. (Ἀμισ. Χαλδ.)

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἀσκέπαστος. Παρὰ Βλαχ. τύπ. ἀνασκέπαστος.

Σημασιολογία

Α) Κυριολ. 1) ᾿Ακάλυπτος ἔνθ’ ἀν.: Κοιμᾶται ἀσκέπαστος. ᾿Ασκέπαστη κατσαρόλα Ἀσκέπαστο πηγάδι-πιθάρι-σταμνὶ-τσουκάλι κττ. σύνηθ. Ἀκέπαγο ἔν’ ἡ μαερεία Ὄφ. Τὸ τοφάλιν ἀτ’ ἀκέπαγο ἔν᾽ αὐτόθ. Ἀσκέπαστ’ τέτζερ’ Ἤπ. (Ζαγόρ.) Συνών. ἀπλάκωτσς 2, ἄσκεπος 1, ξεσκέπαστος, ξέσκεπος. 2) Ἀκάλυπτος τὴν κεφαλήν, ἀσκεπὴς Πόντ. (Ἀργυρόπ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. κ.ἀ.): Ἀκέπαγος πορπατεῖ Τράπ. ‖ Φρ. Ἔτρεξεν ’ς σὴ χαρὰν ἀζώσταρος κιˬ ἀκέπαγος (ἐπῆγε εἰς τὸν γάμον χωρίς νὰ ευτρεπισθῄ. Ἐπὶ γυναικῶν) αὐτόθ. Συνών. ξεσκούφωτος. 3) Ἀστέγαστος ἔνθ’ ἀν.: Αὐλὴ ἀσκέπαστη. Σπίτι ἀσκέπαστο σύνηθ. Ὁσπίτιν ἀκέπαστον Κερασ. Β) Μεταφ. 1) Ἀσυγκάλυπτος Πόντ. (Τραπ.) –ΚΠαλαμ. Γράμματ. 1, 61: ᾿Ακέπαγον ἐπέμ’νεν ἡ δουλεία Τραπ. Πρέπει κἀνεὶς νὰ ξέρῃ νὰ ξεχωρίζῃ τοὺς πρόστυχους πόρνογράφους ἀπὸ τὰ στρογγυλὰ καὶ τ’ άσκέπαστα λόγιˬα τῶν ᾿Αριστοφάνηδων ΚΠαλαμ ἔνθ’ ἀν.: 2) Ἀπροστάτευτος Λεξ. Δημητρ.: Πέθανε κιˬ ὁ παπποῦς τους κ’ ἔμειναν ὁλότελα ἀσκέπαστα. 3) Ὁ μὴ ἔχων ἐγγυητικὸν κάλυμμα εἰς μετρητὰ ἢ τίτλους, ἐπὶ παιγνίου ἐν χρηματιστηρίοις Λεξ. Δημητρ. β) Ὁ μὴ ἔχων ἐγγυήσεις τῶν ἀπαιτήσεών του Λεξ. Δημητρ.: Ἔμεινε ἀσκέπαστος ἑκατὸ χιλιˬάδες δραχμές. γ) Ὁ μὴ προφθάσας νὰ ἔχῃ εἰς χεῖράς του τὰς ἃς προεπώλησεν ἐν παιγνίῳ χρηματιστικὰς ἀξίας Λεξ. Δημητρ.: Ὑψώθηκαν οἱ μετοχὲς ποῦ πούλησε κ᾿ ἔμεινε ἀσκέπαστος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/