ἀσκούλλα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσκούλλα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀσκούλλα ἡ, Πελοπν. (Λακων. Μάν. Μεσσ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀσκὶ ἢ ἀσκὸς καὶ τῆς ὑποκοριστικῆς καταλ. –ούλλα.

Σημασιολογία

1) Ἀσκουδάκι, ὃ ἰδ., Πελοπν (Μεσσ.) 2) Τὸ ὥριμον ἄγριον ἄπιον Πελοπν. (Λακων. Μάν.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/