ἀσπίδα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσπίδα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀσπίδα ἡ, Ἄθ. Ἤπ. Κρήτ. Μακεδ. (Σισάν.) Πάρ. Χίος –Λεξ. Δημητρ. ὀσπίδα Θρᾴκ. (Σαρεκκλ. κ.ἀ.) Ρόδ. Χίος ἀσπίθα Σκῦρ.

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν οὐσ. ἀσπὶδα. ᾿Εν ἄσματι τοῦ ἁγίου Γεωργίου ἐκ Ρόδου ἀπαντᾷ καὶ ἀρχαιότερος τύπ. ὀνομαστ. ὀσπίς.

Σημασιολογία

1) Ὁ τῶν ἀρχαίων ὄφις ἀσπὶς τῆς τάξεως τῶν ἐχιιδῶν (viperidae) Ἤπ. Θρᾴκ. (Σαρεκκλ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Σισάν.) Χίος –Λεξ. Βάιγ. Δημητρ.: Φρ. Εἶναι ὀσπίδα (κακὸς) Θρᾴκ. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. ᾿Σπίδα καὶ ὡς κύριον ὄν. ἐν ᾄσμ. Μακεδ. (Ἀρν.): Λιˬάκινα λιˬέν τὴ μάννα μου, ’Σπίδα τὴν ἀδιρφὴ μου κ’ ἰμὲ μὶ λιˬέν Λιˬακόγιˬαννου, δράκουν ἔχου πατέρα. Συνών. ἀσπίδι. 2) Ὁ μυθικὸς δράκων τὸν ὁποῖον ἐφόνευσεν ὁ ἅγιος Γεώργιος εἰκονιζόμενος ὁμοῦ μετὰ τοῦ ἁγίου Ρόδ. β) Μυθικὸς δράκων ἀποτελῶν θέμα εἰς παραστάσεις ἐπὶ λαϊκῶν κεντημάτων Σκῦρ. 3) Βραχίων ἐκ μετάλλου εἰς σχῆμα συνεσπειρωμένου πτερωτοῦ δράκοντος ἐξαρτώμενος ἐγκαρσίως ἐκ τῶν μανουαλίων ὡς κηροπήγιον ἢ ἐκ τοῦ εἰκονοστασίου ἄνωθεν τῶν δεσποτικῶν εἰκόνων πρὸς ἐξάρτησιν τῆς κανδήλας Ἄθ. 4) Μαγικὸς ἵππος ἐν παραμυθίοις Κρήτ. Πάρ.: Παιδί, ἀποδῶ γιˬὰ νὰ πᾶς ἴσαμε ἐκεῖ ποῦ εἶναι ἡ ὡραία τοῦ κόσμου εἶναι εἴκοσι χρονῶν δρόμος, ἀλλὰ ἐσὺ θὰ πάς σὲ μιˬὰ ὥρα, γιˬατὶ θὰ σοῦ δώκω τὴν ἀσπίδα μου ποῦ εἶναι φωτιˬὰ μονάχη (ἐκ παραμυθ.) Πάρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/